- τουλουμήσιος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που έχει διατηρηθεί σε τουλούμι2. φρ. «τουλουμήσιο τυρί» — το τουλουμοτύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. μοσχαρ-ήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek